- προσδιοριζομένου
- προσδιορίζωdefinepres part mp masc/neut gen sgπροσδιορίζωdefinepres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακροαστικός — ή, ό [ακρόαση] 1. αυτός που αναφέρεται στην ακρόαση 2. ο κατάλληλος για ακρόαση, κυρίως τα κατάλληλα για ακρόαση σημεία τού σώματος κατά την ιατρική εξέταση 3. το ουδ. ως ουσ. τα ακροαστικά 4. Ιατρ. στην ιατρική ζαργκόν* λέγεται κατά παράλειψη… … Dictionary of Greek
λίαν — (AM λίαν, Α ιων. και επικ. τ. λίην, Μ και λία) επίρρ. πολύ, πάρα πολύ, σε μεγάλο βαθμό (α. «λίην γὰρ μέγα εἶπες», Ομ. Οδ. β. «λίην ἄχθομαι ἕλκος») νεοελλ. φρ. «λίαν καλώς» ο δεύτερος κατά σειρά αξίας μετά το «άριστα» βαθμός αξιολόγησης στα… … Dictionary of Greek
συνταγματικός — ή, ό / συνταγματικός, ή, όν, ΝΑ [σύνταγμα, ατος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνταγμα μιας χώρας 2. ο σύμφωνος ή ο συμμορφούμενος με το σύνταγμα («ο νόμος δεν είναι συνταγματικός») 3. αυτός που απορρέει από το σύνταγμα… … Dictionary of Greek
ταχύμετρο — Γεωδαιτικό όργανο, που χρησιμοποιείται στην ταχυμετρική χωρογράφηση, για τη μέτρηση των οριζόντιων και των κατακόρυφων γωνιών β και ν, των αποστάσεων δ και των υψών h μεταξύ του σημείου στάσης και του προσδιοριζόμενου σημείου. * * * το, Ν 1. φυσ … Dictionary of Greek